- εὔυδρον
- εὔυδροςwell-wateredmasc/fem acc sgεὔυδροςwell-wateredneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύυδρος — εὔυδρος, ον (ΑΜ) (για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό αρχ. αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άν υδρος, πολύ υδρος] … Dictionary of Greek
μεταστρατοπεδεύω — (Α μεταστρατοπεδεύω) (ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek